- ίχνος
- το (AM ἴχνος)1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών»)3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου πολιτισμού» β. «δεν έχει ίχνος φιλοτιμίας»)νεοελλ.1. μικρό σημάδι ή άλλο στοιχείο που υποθοηθεί στην ανακάλυψη τού δράστη2. λίγη, ελάχιστη ποσότητα που δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς («ίχνη σακχάρου»)3. φρ. «βαδίζω στα ίχνη κάποιου» — μιμούμαι κάποιονμσν.μέτρο μήκουςαρχ.1. (μτφ., για πνευματική ενέργεια) κατεύθυνση, τρόπος («τοῖς στοιχοῡσι τοῑς ἴχνεσι τῆς πίστεως», ΚΔ)2. (ποιητ.) πόδι, κνήμη3. (ειδικά) το τραχύ πέλμα τού ποδιού4. πέλμα υποδήματος5. πάπ. υπόδημα6. πάπ. μονοπάτι, ατραπός7. απεικόνιση αποτυπώματος ποδιού ή άλλου μέρους τού σώματος ως ανάθημα που φανερώνει την παρουσία θεών8. φρ. α) «λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης τίθετε» — βαδίζετε ήσυχα, ελαφρά, ν' αφήνετε λεπτό το πάτημα τού παπουτσιού σαςβ) «ἴχνους προσάπτεσθαι» — να ακολουθεί από κοντάγ) «τὰ ἴχνη τῶν χειρῶν» — οι παλάμες τών χεριώνδ) «ἴχνος ἀνθρώπινον» — μέτρο μήκους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. ἴχνος με το ρ. οἴχομαι δεν αποδεικνύεται. Ο τ. ἴχ-νος εμφανίζει το επίθημα -νος, σχηματιστικό ουσιαστικών ουδ. γένους (πρβλ. κτή-νος, σμή-νος).ΠΑΡ. ιχνεύωαρχ.ιχναίος, ίχνιοννεοελλ.ιχνάριο(ν).ΣΥΝΘ. ιχνηλάτηςαρχ.ιχνοβάτης, ιχνοβλαβής, ιχνοπέδη, ιχνοποιώ, ιχνοσκοπώαρχ.-μσν.ιχνολογώ, ιχνοπατώμσν.ιχνομυθώ, ιχνόποδον, ιχνοποδοπατώ, ιχνόποδοςνεοελλ.ιχνογραφείο, ιχνογράφος].
Dictionary of Greek. 2013.